- φαγωμός
- ομάλωμα, διένεξη, γκρίνια, φαγωμάρα: Τα δυο αδέρφια έχουν φαγωμούς για τα κληρονομικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φαγωμός — ο, Ν [φαγώνομαι] φαγωμάρα, γκρίνια … Dictionary of Greek
ζαβλακωμάρα — η η κατάσταση τού ζαβλακωμένου, η διανοητική και σωματική κατάπτωση που προέρχεται από αρρώστια ή οινοποσία ή διανοητική και ψυχική κόπωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ζαβλακωμός < ζαβλακώνω (πρβλ. στραβωμός > στραβωμάρα, φαγωμός > φαγωμάρα)] … Dictionary of Greek
φαγωμάρα — η, Ν 1. φάγωμα, γκρίνια 2. φαγούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγωμός + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. τρομ άρα)] … Dictionary of Greek